κοκκιδιοειδίνη

κοκκιδιοειδίνη
η
(βιοχ.) εκχύλισμα καλλιεργειών τού είδους Coccidioides immitis, που χρησιμοποιείται για ενδοδερμικό ενοφθαλμισμό και δίνει αντιδράσεις αλλεργικού τύπου στα άτομα και τα ζώα που έχουν προσβληθεί αυτόματα ή πειραματικά από κοκκιδιοειδομυκητίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coccidioidine < coccidioides + -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”